- χαρτοκλεπτώ
- -έω, Ν(λόγ. τ.) βλ. χαρτοκλέβω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτοκλέβω — και λόγιος τ. χαρτοκλεπτώ, έω, Ν κλέβω σε παιχνίδι με χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτ ιά + κλέβω. Ο τ. χαρτοκλεπτώ (< χαρτοκλέπτης) μαρτυρείται από το 1851 στον Ιω. Ισ. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek